- ανακατωσιάρης
- -ιάρα, -ιάρικο [ανακάτωσις]1. αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις2. ραδιούργος, συκοφάντης3. αυτός που ανακατώνει, που συνταράσσει τα πάντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακατωσιάρης, -α, -ικο — και ανακατωσούρης, α, ικο αυτός που δημιουργεί προστριβές, αναστάτωση, ο ραδιούργος: Είναι τέτοιος ανακατωσούρης που έχει αναστατώσει το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
ανακατεψιάρης — ιαρα, ιάρικο [ανακάτεψη] ο ανακατωσιάρης* … Dictionary of Greek
ανακατωσιά — η η ανακάτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατώνω. ΠΑΡ. ανακατωσιάρης] … Dictionary of Greek
ανακατωσούρης — α, ικο [ανακάτωση] ανακατωσιάρης, ραδιούργος … Dictionary of Greek